- ακοκκίνιστος
- ακοκκίνιστος, -η, -ο και ακοκκίνιγος, -η, -ο1. αυτός που δε βάφτηκε με κόκκινο χρώμα: Εκείνο το Πάσχα κόκκινη μπογιά δεν υπήρχε, και τα αβγά έμειναν ακοκκίνιστα.2. αυτός που δεν κοκκινίζει, ο αδιάντροπος: Όσα και να του 'λεγες δεν τον ένοιαζε· ήταν άνθρωπος ακοκκίνιστος.3. ακαβούρδιστος, ατσιγάριστος: Ξέχασε το κρέας ακοκκίνιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.